- απόνετος
- -η, -ο1. ανώδυνος: Η αρρώστια του ήταν απόνετη, γι' αυτό και δεν κοιταζόταν.2. σκληρός, άπονος: Πρώτη φορά είδα τέτοιαν απόνετη μάνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.